- προσανατρέχω
- Α1. τρέχω επί πλέον προς τα πάνω2. κάνω μια ακόμη αναδρομή στο παρελθόν2. μτφ. ακμάζω, πλουτίζω («ταχὺ προσανέδραμον ταῑς οὐσίαις», Διόδ. Σ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀνατρέχω «τρέχω προς τα πίσω, θυμάμαι τα περασμένα, βλαστάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.